- δύαισιν
- δύηmiseryfem dat pl (epic doric ionic aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επιχαλώ — ἐπιχαλῶ, άω (Α) 1. χαλαρώνω («τὸν δεσμὸν ἐπιχαλῶντες», Λουκιαν.) 2. παρεμβάλλω, παρενείρω, συνυφαίνω 3. υποχωρώ, ενδίδω («σὺ μὲν θρασύς τε καὶ πικραῑς δύαισιν οὐδὲν ἐπιχαλᾷς» εσύ είσαι σκληρός και δεν υποχωρείς καθόλου στις πικρές σου συμφορές,… … Dictionary of Greek